ὁρμῶν

ὁρμῶν
ὁρμάω
set in motion
pres part act masc voc sg
ὁρμάω
set in motion
pres part act neut nom/voc/acc sg
ὁρμάω
set in motion
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
ὁρμάω
set in motion
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
ὁρμάζω
fut part act masc voc sg
ὁρμάζω
fut part act neut nom/voc/acc sg
ὁρμάζω
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
ὁρμέω
to be moored
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ὁρμή
rapid motion forwards
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ὁρμῶν — Ὅρμή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρμων — ὅρμος cord masc gen pl ὁρμάω set in motion imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὁρμάω set in motion imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • МОНИМ —     МОНИМ (Μόνιμος) из Сиракуз (2 я пол. 4 в. до н. э.), философ киник, последователь Диогена Синопского и Кратета Фиванского. Краткая биография M. y Диогена Лаэртия отличается изрядной даже для Диогена занимательностью; едва ли не самая… …   Античная философия

  • Hormona — (Del gr. hormon < horman, excitar.) ► sustantivo femenino BIOLOGÍA Sustancia segregada por las células glandulares endocrinas, que se difunde por el medio interno y actúa sobre otras células originando cambios metabólicos. TAMBIÉN hormón * * * …   Enciclopedia Universal

  • FORMIAE — urbs Campaniae maritima, iuxta Caietam, Laestrygonum olim sedes, a Lamo quodam Lacone, ut creditur, condita. Horat. Carm. l. 3. Od. 17. Initio. Aeli vetusto nobilis ab Lamo etc. Auctore ab illo ducis originem, Qui Formiarum moenia dieitur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθυμία — η (Ψυχολ.) η συνύπαρξη δύο αντιθέτων συναισθημάτων, βουλήσεων, συλλογισμών, ορμών σε διάφορες ψυχοπάθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < amphithymia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αμφι * + θυμία < θυμος < αρχ. θυμός «ψυχή, πνεύμα»] …   Dictionary of Greek

  • εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… …   Dictionary of Greek

  • επανασύνδεση — Η διαδικασία κατά την οποία θετικά ιόντα συναντούν ηλεκτρόνια και ενώνονται μαζί τους για τον σχηματισμό ουδέτερων ατόμων ή μορίων (δηλαδή, διαδικασία αντίθετη προς τον ιονισμό). Η σύλληψη ενός ηλεκτρονίου από ένα βαρύ ιόν είναι πολύ δύσκολη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”